ἀνυψώσῃ

ἀνυψώσῃ
ἀνυψόω
raise up
aor subj mid 2nd sg
ἀνυψόω
raise up
aor subj act 3rd sg
ἀνυψόω
raise up
fut ind mid 2nd sg
ἀ̱νυψώσῃ , ἀνυψόω
raise up
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱νυψώσῃ , ἀνυψόω
raise up
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀνυψόω
raise up
aor subj mid 2nd sg
ἀνυψόω
raise up
aor subj act 3rd sg
ἀνυψόω
raise up
fut ind mid 2nd sg
ἀνῡψώσῃ , ἀνυψόω
raise up
futperf ind mp 2nd sg
ἀνῡψώσῃ , ἀνυψόω
raise up
futperf ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανύψωση — η το ανέβασμα, ο υψωμός: Η ανύψωση του αεροπλάνου ήταν πολύ γρήγορη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανύψωση — (Α ἀνύψωσις, σεως) η εξύψωση, η ανάδειξη το σήκωμα (| νεοελλ. το να υψώνεται κάτι, το ανέβασμα …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… …   Dictionary of Greek

  • έξαρση — η (Α ἔξαρσις) [εξαίρω] ύψωση, ανύψωση νεοελλ. 1. διανοητική ή ψυχική ανύψωση, ανάταση σε ανώτερες σφαίρες τού ιδεατού κόσμου, μεταρσίωση («έξαρση τού νου, τής φαντασίας») 2. γεωλ. η ανύψωση τμημάτων τής επιφάνειας τής γης, που οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • έπαρση — η (AM ἔπαρσις) [επαίρω] 1. ανύψωση («έπαρση σημαίας») 2. υπερηφάνεια, αλαζονεία («ἐπαινεῑ δὲ τὸ τοιοῡτον τῆς ἐπάρσεως εἶδος», Γρηγ. Νύσσ.) μσν. 1. (για ύφος) ύψος 2. υπερεκτίμηση, «μεγάλη ιδέα» για κάποιον 3. στον πληθ. α) μεγαλεία («τ ἀγαθὰ κ οἱ …   Dictionary of Greek

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”